ντάρμανταγιν
(επίρρ.)
ντάρμανταγι̂ν
[ˈdarmadaɣɯn]
Μαλακ., Σινασσ.
ντάρμα νταγούνια
[ʹdarma daʹɣuɲa]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. darmadağın = διασκορπισμένος.
Άνω κάτω, σε πλήρη ακαταστασία
ό.π.τ.
:
Ας πάρω το παντελόν' του Φαφίλ' που το ποίκε ντάρμανταγιν κι ας το μπαλώσω ένα μούκα
(Ας πάρω το παντελόνι του Φαφίλη, που το έκανε χάλια, κι ας το μπαλώσω λιγάκι)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Γένα ντάρμα νταγούνια
(Έγινα χίλια κομμάτια)
Μισθ.
-Μακρ.