ντεαντεύω
(ρ.)
ντα̈αντεύου
[dæaʹdevu]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. değemek = παρακολουθώ, κοιτάζω προσεκτικά.
Κοιτάζω επίμονα κάτι στο βάθος, αγναντεύω
:
Ντα̈αντεύου καλά
(Προσέχω κάτι επίμονα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Βασιλιάς ντα̈αντεύ΄, ράντσι, 'πόμι
(Ο βασιλιάς κοιτάζει προσεκτικά, είδε, έμεινε έκπληκτος)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ