ντεαντεύω
(ρ.)
ντα̈αντεύου
[dæaˈdevu]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. değemek = παρακολουθώ, κοιτάζω προσεκτικά (THADS, λ. değemek Ι, τύπ. του διαλεκτ. ρ. dehlemek).
Πβ.
ντινγκλεντίζω
Κοιτάζω επίμονα κάτι στο βάθος, αγναντεύω
:
Ντα̈αντεύου καλά
(Προσέχω κάτι επίμονα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Βασιλιάς ντα̈αντεύ΄, ράντσι, 'πόμι
(Ο βασιλιάς κοιτάζει προσεκτικά, είδε, έμεινε έκπληκτος)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τροποποιήθηκε: 07/08/2025