ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντεαντεύω (ρ.) ντα̈αντεύου [dæaʹdevu] Μισθ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. değemek = παρακολουθώ, κοιτάζω προσεκτικά.
Κοιτάζω επίμονα κάτι στο βάθος, αγναντεύω : Ντα̈αντεύου καλά (Προσέχω κάτι επίμονα) Μισθ. -Κοτσαν. Βασιλιάς ντα̈αντεύ΄, ράντσι, 'πόμι (Ο βασιλιάς κοιτάζει προσεκτικά, είδε, έμεινε έκπληκτος) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ