ντεβιρντίζω
(ρ.)
ντεβιρτίζω
[devirˈtizo]
Μαλακ.
ντεβιρντώ
[devirˈdo]
Φλογ.
Μτχ. Ουδ. Πληθ.
ντεβριλμούσ̑α
[devrilˈmuʃa]
Φλογ.
Από τo τουρκ. ρ. devirmek (αόρ. devirdi) = ανατρέπω. Πβ. ποντ. τεβιρεύω.
Aναποδογυρίζω
ό.π.τ.
:
Mαίν' σο qαλαbαλι̂́χ· ντεβιρντά τα γεμέκια τ'νε
(Μπαίνει στο μέρος όπου είχαν τα πράγματά τους, αναποδογυρίζει τα φαγητά τους)
Φλογ.
-Dawk.
Τρανούνε και τα γεμέκια τ'νε ντεβριλμούσ̑α
(Βλέπουνε τα φαγιά τους αναποδογυρισμένα)
Φλογ.
-Dawk.
Συνών.
κλώθω, κουπώνω, μετεγυρίζω