ντέγκι
(ουσ. ουδ.)
ντενκ
[denk]
Αξ.
ντένgι
[ˈdenɟi]
Φάρασ.
τένgι
[ˈtenɟi]
Φάρασ.
ντιάτσ'
[dʝats]
Μισθ.
Πληθ.
ντένκια
[denca]
Σίλατ., Φερτάκ.
τένκια
[ˈtenca]
Σινασσ., Φερτάκ.
ντιάdζ̑α
[ˈdʝadʒa]
Μισθ.
ντιάτσ̑α
[ˈdʝatʃa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. denk (< περσ. tang) = α) φορτίο υποζυγίου β) μεγάλο δέμα γ) ισορροπία δ) ισοδύναμο, όπου και παλ. τουρκ. τύπ. teng και διαλετ. deng (Tietze 2016: λ. deng). Πβ. ήδη νεότ. τύπ. τέγγι = μπάλα καπνού.
1. Φορτίο, φόρτωμα
Αξ., Φάρασ.
:
Φέρισ̑καν με τ’ ρέγη τ'νε απ’ ένα ντενκ
(Έφερναν με τη ράχη τους από ένα φορτίο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Τένgι τζ̑ο πααίνει, πααίνει μο αϊμάς
((Όλο) το φορτίο δεν πηγαίνει, μοιρασμένο πηγαίνει˙ Πρέπει οι οι εργασίες και οι φροντίδες να μοιράζονται)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Πη' ο Σάββας σα καρβώνε τσ̑' έκαψεν το χαράρι
Φόρτωσε αν τέγκι καρβώνε, αν τένgι δαδία (Πήγε ο Σάββας για κάρβουνα, κι έκαψε το σακκί
Φόρτωσε ένα φόρτωμα κάρβουνα, ένα φόρτωμα δαδιά) Φάρασ. -Λαμπρ. Πβ. γομάρι
Φόρτωσε αν τέγκι καρβώνε, αν τένgι δαδία (Πήγε ο Σάββας για κάρβουνα, κι έκαψε το σακκί
Φόρτωσε ένα φόρτωμα κάρβουνα, ένα φόρτωμα δαδιά) Φάρασ. -Λαμπρ. Πβ. γομάρι
β.
Δέμα, πακέτο
Μισθ., Σίλατ., Σινασσ.
:
Ούλα σωρεύουμ' τα να τα ποίκουμ' τέγκια
(Όλα τα μαζεύουμε να τα κάνουμε δέματα
)
Σινασσ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
γ.
Αποσκευές
Μισθ.
2. Ισορροπία
Φάρασ.
3. Ταίρι, μέλος όμοιου ζεύγους
Φάρασ.
:
Σου Θεού τα γούλα̈ 'νάμεσα ντένgιν τζ̑ό 'σ̑ει
(Δεν έχει το ταίρι του ανάμεσα σε όλα τα πλάσματα του θεού, δηλ. είναι καλύτερος από όλους)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.