ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζυγή (ουσ. θηλ.) ζυγή [ziˈʝi] Μαλακ., Φάρασ., Φλογ. ζυ'ή [ziˈi] Φλογ. ζ̑υγ' [ʒiɣ] Αξ. ζ̑η [ʒi] Μαλακ., Φάρασ., Φλογ. ζυγάς [ziˈɣas] Ανακ., Φάρασ. ζ'γάς [zˈɣas] Σίλ. ζ'γάζ [zˈɣaz] Σίλ. τζ̑υγάς [ʤiˈɣas] Τελμ. Μεσν. ουσ. ζυγὴ =ζεύγος (Λεξ. Lampe). Ο τύπ. ζη νεότ. (Λεξ. Κριαρ.). Οι τύπ. σε -ας από τον πληθ. τὰς ζυγάς.
Ζεύγος ομοειδών πραγμάτων ό.π.τ. : Ρυό ζ'γάς (Δύο ζευγάρια) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ένα τζ̑υγάς (Ένα ζευγάρι) Τελμ. -Dawk. Πήρ' α ζυγάς σιδερώνα τσαρούχα̈ (Πήρε ένα ζευγάρι σιδερένια τσαρούχια) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Μια ζ'γάζ βέργες (Ένα ζευγάρι βέργες) Σίλ. -Dawk. Ήτουν τσ̑ιφτσ̑ής τσ̑ είσ̑εν α ζ̑η βόιδια (Ήταν γεωργός και είχε ένα ζευγάρι βόδια) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ένα ζ̑υγ' κονdούρες (Ένα ζευγάρι παπούτσια) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Να με ποίκεις ένα ζ̑η qούνdoρες, εφτά-οχτώ χρόνος να τα φορώσω (Να μου φτιάξεις ένα ζευγάρι παπούτσια, να τα φοράω 7-8 χρόνια) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Φρ. Ένα ζ'γάς ρούχα (Ένα ζευγάρι ρούχα˙ μιά αλλαξιά, μιά φορεσιά) Σίλ. -Κωστ.Σ. Α ζη ρούχα (ένα ζεύγος ρούχα˙ η φορεσιά, παντελόνι και πουκάμισο, επειδή πολλά ρούχα αποτελούν ζευγάρι, όπως οι κάλτσες, παπούτσια) Φάρασ. -Ανδρ. || Ασμ. Ποίτζ̑εν τα τ͑εμάμι
τζ̑’ έμbασεν ’π’ ε ζυγάς
χερ 'σ' το χαϊβάνι
(Την ολοκλήρωσε (την κιβωτό)
και έβαλε από ένα ζευγάρι
από κάθε ζώο)
Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
Συνών. ζευγάρι