ζυγή
(ουσ. θηλ.)
ζυγή
[ziˈʝi]
Μαλακ., Φάρασ., Φλογ.
ζυ'ή
[ziˈi]
Φλογ.
ζ̑υγ'
[ʒiɣ]
Αξ.
ζ̑η
[ʒi]
Μαλακ., Φάρασ., Φλογ.
ζυγάς
[ziˈɣas]
Ανακ., Φάρασ.
ζ'γάς
[zˈɣas]
Σίλ.
ζ'γάζ
[zˈɣaz]
Σίλ.
τζ̑υγάς
[ʤiˈɣas]
Τελμ.
Μεσν. ουσ. ζυγὴ =ζεύγος (Λεξ. Lampe). Ο τύπ. ζη νεότ. (Λεξ. Κριαρ.). Οι τύπ. σε -ας από τον πληθ. τὰς ζυγάς.
Ζεύγος ομοειδών πραγμάτων
ό.π.τ.
:
Ρυό ζ'γάς
(Δύο ζευγάρια)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ένα τζ̑υγάς
(Ένα ζευγάρι)
Τελμ.
-Dawk.
Πήρ' α ζυγάς σιδερώνα τσαρούχα̈
(Πήρε ένα ζευγάρι σιδερένια τσαρούχια)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Μια ζ'γάζ βέργες
(Ένα ζευγάρι βέργες)
Σίλ.
-Dawk.
Ήτουν τσ̑ιφτσ̑ής τσ̑ είσ̑εν α ζ̑η βόιδια
(Ήταν γεωργός και είχε ένα ζευγάρι βόδια)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Ένα ζ̑υγ' κονdούρες
(Ένα ζευγάρι παπούτσια)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Να με ποίκεις ένα ζ̑η qούνdoρες, εφτά-οχτώ χρόνος να τα φορώσω
(Να μου φτιάξεις ένα ζευγάρι παπούτσια, να τα φοράω 7-8 χρόνια)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Φρ.
Ένα ζ'γάς ρούχα
(Ένα ζευγάρι ρούχα˙ μιά αλλαξιά, μιά φορεσιά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Α ζη ρούχα
(ένα ζεύγος ρούχα˙ η φορεσιά, παντελόνι και πουκάμισο, επειδή πολλά ρούχα αποτελούν ζευγάρι, όπως οι κάλτσες, παπούτσια)
Φάρασ.
-Ανδρ.
|| Ασμ.
Ποίτζ̑εν τα τ͑εμάμι
τζ̑’ έμbασεν ’π’ ε ζυγάς
χερ 'σ' το χαϊβάνι (Την ολοκλήρωσε (την κιβωτό)
και έβαλε από ένα ζευγάρι
από κάθε ζώο) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. ζευγάρι
τζ̑’ έμbασεν ’π’ ε ζυγάς
χερ 'σ' το χαϊβάνι (Την ολοκλήρωσε (την κιβωτό)
και έβαλε από ένα ζευγάρι
από κάθε ζώο) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. ζευγάρι