ζυγολώρι
(ουσ. ουδ.)
ζυγολώρ'
[ziɣοˈlοr]
Φλογ.
ζ̑υγολώρ'
[ʒiɣoˈlor]
Αξ., Αραβαν.
ζυγώρι
[ziˈɣori]
Φάρασ.
τζυγολώρ'
[dziɣοˈlοr]
Φλογ.
τζ̑υγολώρ'
[dʒiɣoˈlor]
Αξ., Φλογ.
τζυγολάρ'
[dziɣοˈlar]
Ανακ.
τζ̑υγ'λώρ'
[dʒiˈɣlor]
Μισθ., Τσαρικ.
τζ̑υλγώρ'
[dʒilˈɣor]
Ανακ., Μισθ.
τζολγώρ'
[dzolˈɣor]
Μαλακ.
Από το μεσν. ουσ. ζυγόλωρον (LSJ, LBG) και το παραγωγ. επίθμ. -ιον > -ι. Ο τύπ. ζυγώρι με αποβολή του μεσοφωνηεντικού [l] (βλ. Ανδριώτης 1948: 30) και απλοποίηση των επάλληλων [o]. Oι τύπ. τζυλγώρ', τζολγώρ' με μετάθ. υγρού.
Το δερμάτινο λουρί με το οπ. ο ζυγός προσδενόταν στο αμάξι ή στο αλέτρι
ό.π.τ.
:
Φέρ' το τζ̑υγολώρ' κι ένα κατακλείδα να περάσομ' 'ς το τζ̑υγολώρ'
(Φέρε το ζυγολούρι και μιά κατακλείδα να περάσουμε στο ζυγολούρι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Κόπ'κι ντου τζυλγώρ'
(Κόπηκε το ζυγολούρι)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
|| Παροιμ.
Βγκαλείνει 'σ' το δισώμι μου ζυγώρι
(Βγάζει από τον ώμο μου λουρί˙ για όποιον μας εκμεταλλεύεται υπερβολικά)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.