ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζυμώτρα (ουσ. θηλ.) ζυμώτρα [ziˈmotra] Σινασσ. Από το ρ. ζυμώνω και το παραγωγ. επίθμ. -τρα. Πβ. το ήδη νεότ. ουσ. ζυμώτρα = γυναίκα που ζυμώνει (Λεξ. Σομ.).
1. Σκάφη ζυμώματος
2. Συνεκδ., η ποσότητα ζύμης που επαρκεί για να παρασκευαστεί το ψωμί όλης της εβδομάδας Σινασσ. : Μια ζυμώτρα αλεύρι έχομε (Μια σκάφη αλεύρι έχουμε (ίσα-ίσα όσο χρειάζεται για να φτιάξουμε ζύμη για το ψωμί της εβδομάδας)) Σινασσ. -Αρχέλ.