ζυμώτρα
(ουσ. θηλ.)
ζυμώτρα
[ziˈmotra]
Σινασσ.
Από το ρ. ζυμώνω και το παραγωγ. επίθμ. -τρα. Πβ. το ήδη νεότ. ουσ. ζυμώτρα = γυναίκα που ζυμώνει (Λεξ. Σομ.).
1. Σκάφη ζυμώματος
2. Συνεκδ., η ποσότητα ζύμης που επαρκεί για να παρασκευαστεί το ψωμί όλης της εβδομάδας
Σινασσ.
:
Μια ζυμώτρα αλεύρι έχομε
(Μια σκάφη αλεύρι έχουμε (ίσα-ίσα όσο χρειάζεται για να φτιάξουμε ζύμη για το ψωμί της εβδομάδας))
Σινασσ.
-Αρχέλ.