ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζώνω (ρ.) ζώνω [ˈzοnο] Αξ., Αραβ., Γούρδ., Τελμ. Παθ. ζώνομαι [ˈzοnοme] Γούρδ. ζώνουμαι [ˈzοnume] Αξ., Σινασσ., Φάρασ., Φκόσ. ζωστιέμι [zoˈstçemi] Μισθ. Αόρ. ζώστα [ˈzοsta] Αξ., Γούρδ. εζώσ'κα [eˈzoska] Τελμ. ζωστήχα [zoˈstixa] Μισθ. Μεσν. ρ. ζώνω, το οπ. από αρχ. ρ. ζώννυμι.
Φοράω κάτι γύρω από την μέση ό.π.τ. : Ζώστη τα σιλάχε ντου (Ζώστηκε τα όπλα του) Φάρασ. -Dawk. Κατέβασεν το κιλίdζ̑ι· ζώστην ντα (Κατέβασε το σπαθί, το ζώστηκε) Φάρασ. -Dawk. Εζώνονdαν τα λητάρε (Φορούσαν τις ζώνες τους) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ371 || Φρ. Ζώσ̑τεν φίγια (Ζώστηκε φίδια˙ ζητάει εκδίκηση από μίσος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Ασμ. Έβγαλε την ζωστρή της, ράμμα ζώνεται (Έβγαλε την ζώνη της, σκοινί ζώνεται) Σινασσ. -Αρχέλ. Φόρεσαν τ’ αγιοφόρι του και ζώνουν τη ζωστρή του, ας είν’ ευλογημένος (Του φόρεσαν τα γαμπριάτικά του και του ζώνουν την ζώνη του, ας είναι ευλογημένος (γαμήλιο άσμ.)) Τελμ. -Αινατζ.