ζώνω
(ρ.)
ζώνω
[ˈzοnο]
Αξ., Αραβ., Γούρδ., Τελμ.
Παθ.
ζώνομαι
[ˈzοnοme]
Γούρδ.
ζώνουμαι
[ˈzοnume]
Αξ., Σινασσ., Φάρασ., Φκόσ.
ζωστιέμι
[zoˈstçemi]
Μισθ.
Αόρ.
ζώστα
[ˈzοsta]
Αξ., Γούρδ.
εζώσ'κα
[eˈzoska]
Τελμ.
ζωστήχα
[zoˈstixa]
Μισθ.
Μεσν. ρ. ζώνω, το οπ. από αρχ. ρ. ζώννυμι.
Φοράω κάτι γύρω από την μέση
ό.π.τ.
:
Ζώστη τα σιλάχε ντου
(Ζώστηκε τα όπλα του)
Φάρασ.
-Dawk.
Κατέβασεν το κιλίdζ̑ι· ζώστην ντα
(Κατέβασε το σπαθί, το ζώστηκε)
Φάρασ.
-Dawk.
Εζώνονdαν τα λητάρε
(Φορούσαν τις ζώνες τους)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
|| Φρ.
Ζώσ̑τεν φίγια
(Ζώστηκε φίδια˙ ζητάει εκδίκηση από μίσος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Έβγαλε την ζωστρή της, ράμμα ζώνεται
(Έβγαλε την ζώνη της, σκοινί ζώνεται)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Φόρεσαν τ’ αγιοφόρι του και ζώνουν τη ζωστρή του, ας είν’ ευλογημένος
(Του φόρεσαν τα γαμπριάτικά του και του ζώνουν την ζώνη του, ας είναι ευλογημένος (γαμήλιο άσμ.))
Τελμ.
-Αινατζ.