ζωστήρα
(ουσ. θηλ.)
ζωστήρα
[zοˈstira]
Μισθ.
δωσ̑τήρι
[ðοˈʃtiri]
Φλογ.
δωσ̑τήρ'
[ðοˈʃtir]
Φλογ.
Από το αρσ. ουσ. ζωστήρας (< αρχ. ουσ. ζωστήρ) με μεταπλ. του γένους καθώς η αιτ. -α έδινε την εντύπωση θηλ. ουσ. και με επίδρ. του ομόρριζου συνώνυμου θηλ. ζώνη. Ο τύπ. ουδ. με αλλαγή γεν., πιθ. από ήδη μεταγν. ζωστήριον (LSJ).