ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζωστήρα (ουσ. θηλ.) ζωστήρα [zοˈstira] Μισθ. δωσ̑τήρι [ðοˈʃtiri] Φλογ. δωσ̑τήρ' [ðοˈʃtir] Φλογ. Από το αρσ. ουσ. ζωστήρας (< αρχ. ουσ. ζωστήρ) με μεταπλ. του γένους καθώς η αιτ. έδινε την εντύπωση θηλ. ουσ. και με επίδρ. του ομόρριζου συνώνυμου θηλ. ζώνη. Ο τύπ. ουδ. με αλλαγή γεν., πιθ. από ήδη μεταγν. ζωστήριον (LSJ).
Ζώνη ό.π.τ. : || Ασμ. Φόρωσαν και το δωσ̑τήρι του κι ας είν' ευλογημένος (Του φόρεσαν και την ζώνη του, και ας είναι ευλογημένος (γαμήλιο άσμ.)) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. ζώση :1, ζωστρί, τασμά