ζωναρόκκο
(ουσ. ουδ.)
ζουναρόκ-κο
[zunaˈrokko ]
Φάρασ.
Από το ουσ. ζωνάρι, όπου και τύπ. ζουνάρ’, και το υποκορ. επίθμ. -οκ-κο.
Μικρή ζώνη, η λ. μόνο στην φρ.
:
|| Φρ.
Του Θεού το ζουναρόκ-κο
(του Θεού η ζωνίτσα˙ το ουράνιο τόξο)
Φάρασ.
-Ανδρ.