ζυμαριάζω
(ρ.)
ζυμαριάζω
[zimaˈrʝazo]
Σινασσ.
Από το ουσ. ζυμάρι και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Φτιάχνω ζυμαρικά
Σινασσ.