ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζυγός (ουσ. αρσ.) ζυγός [ziˈɣοs] Φάρασ. Θηλ. ζυγού [ziˈɣu] Φάρασ. Αρχ. ουσ. ζυγός, που αναφερόταν σε διάφορα ξύλινα επιμήκη εξαρτήματα όπως ο ζυγός του αρότρου ή το εγκάρσιο ξύλο του υφαντικού ιστού ή τα δοκάρια του καταστρώματος.
Φορείο Φάρασ. : || Φρ. Έμbασαν ντα ση ζυγού (Τον έβαλαν στο φορείο˙ για κάποιον που είναι σε κακή σωματική κατάσταση) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ζύγωμα, ρανί :1, σάλι