ζυγός
(ουσ. αρσ.)
ζυγός
[ziˈɣοs]
Φάρασ.
Θηλ.
ζυγού
[ziˈɣu]
Φάρασ.
Αρχ. ουσ. ζυγός, που αναφερόταν σε διάφορα ξύλινα επιμήκη εξαρτήματα όπως ο ζυγός του αρότρου ή το εγκάρσιο ξύλο του υφαντικού ιστού ή τα δοκάρια του καταστρώματος.