ζυμώνω
(ρ.)
ζυμώνω
[ziˈmono]
Ανακ., Γούρδ., Ποτάμ., Σινασσ.
ζυμώνου
[ziˈmonu]
Δίλ., Μισθ., Φάρασ., Φκόσ.
ζ̑υμώνω
[ʒiˈmono]
Ανακ., Αξ., Γούρδ.
ζουμών-νω
[zuˈmonno]
Σίλ.
τζ̑υμώνω
[dʒiˈmono]
Ουλαγ., Σεμέντρ., Φερτάκ.
Παρατατ.
ζύμωνα
[ˈzimona]
Σινασσ.
Προστ. Εν.
ζύμω
[ˈzimo]
Φλογ.
Πληθ.
ζυμώτ'
[ziˈmot]
Μισθ.
Παθ.
ζ̑υμούμαι
[ʒiˈmume]
Γούρδ.
Μεσν. ρ. ζυμώνω, το οπ. από το αρχ. ρ. ζυμόω-ῶ = προκαλώ ζύμωση.
Ζυμώνω
ό.π.τ.
:
Ζυμώτ’ καλά ντου ζυμάρ’
(Zυμώστε καλά το ζυμάρι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σε ζουμώσουμ’ ψωμί
(Θα ζυμώσουμε ψωμί)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Zύμωσαν ντα αν γκούρι
(Ζύμωσαν μιά φρατζόλα)
Φάρασ.
-Dawk.
Με το πράχ' ζ̑υμούται ζ̑υμάρ' μι;
(Με το ποδάρι ζυμώνεται ζυμάρι;)
Γούρδ.
-Dawk.
Ντε ζυμών’νι, ντε κολλούν, ντε κάν’νι ψωμιά
(Δεν ζυμώνουν, δεν φουρνίζουν, δεν κάνουν ψωμιά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Ασμ.
Αψά ζουμών-νει, αψά κολλά, αψά έρσ̑ιτι στσ̑ην γκαμάρα
'πώσκιαν τσ̑η σωρεί παπάς τσ̑ης, κλαίει κλαίει, ρεν μουλλώνει (Γρήγορα ζυμώνει, γρήγορα ψήνει ψωμιά, γρήγορα έρχεται στην καμάρα
Mόλις τη βλέπει ο παπάς της, κλαίει κλαίει, δεν σιωπά) Σίλ. -Κωστ.Σ. Αψά ζουμών-νει, αψά κολλά, έσ̑'τσ̑ι στσ̑ην γκαμάρα (Γρήγορα ζυμώνει, γρήγορα ψήνει, έρχεται στην γέφυρα) Σίλ. -ΚΜΣ-CD Με δάκρυα τα ζύμωνα, με τα κλαίτα τα κόλλησα,
και με τ' αναστενάγματα στο δισάκκι το πάτησα ((Με δάκρυα τα ζύμωνα (ενν. τα ψωμιά),
με κλάματα τα φούρνισα, και με αναστεναγμούς τα πατίκωσα στο δισάκκι)) Σινασσ. -Lag.
'πώσκιαν τσ̑η σωρεί παπάς τσ̑ης, κλαίει κλαίει, ρεν μουλλώνει (Γρήγορα ζυμώνει, γρήγορα ψήνει ψωμιά, γρήγορα έρχεται στην καμάρα
Mόλις τη βλέπει ο παπάς της, κλαίει κλαίει, δεν σιωπά) Σίλ. -Κωστ.Σ. Αψά ζουμών-νει, αψά κολλά, έσ̑'τσ̑ι στσ̑ην γκαμάρα (Γρήγορα ζυμώνει, γρήγορα ψήνει, έρχεται στην γέφυρα) Σίλ. -ΚΜΣ-CD Με δάκρυα τα ζύμωνα, με τα κλαίτα τα κόλλησα,
και με τ' αναστενάγματα στο δισάκκι το πάτησα ((Με δάκρυα τα ζύμωνα (ενν. τα ψωμιά),
με κλάματα τα φούρνισα, και με αναστεναγμούς τα πατίκωσα στο δισάκκι)) Σινασσ. -Lag.