ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζω (ρ.) ζω [zo] Ανακ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ. ζ̑ω [ʒο] Αραβαν. Παρατατ. ζήισκα [ˈziiska] Μισθ. ζήνκα [ˈziŋka] Φάρασ. Αόρ. έζησα [ˈezisa] Φάρασ. Παθ. ζούμαι [ˈzume] Γούρδ. Πληθ. ζούμεστε [ˈzumeste] Φλογ. Πληθ. ζηίσκαμ' [ziˈiskam] Μισθ. Αρχ. ρ. ζήω-ῶ.
1. Αμτβ., ζω, βρίσκομαι στην ζωή ό.π.τ. : Εκείνου ντου νερό όποιος τό ’πινε ζούσε, γι’ αυτό ντα γιοριόνια ζούν 'κατόν είκουσ’ χρόνια (Εκείνο το νερό όποιος το έπινε ζούσε· γιαυτό οι γέροντες ζουν εκατόν είκοσι χρόνια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Να ζήσ’ με τ’ όνομά σ’ (Να ζήσεις με το ονομά σου˙ χρόνια πολλά, για την ονομαστικήσου εορτή) Ανακ. -Κωστ.Α. Ζ̑ουν τα βραχένια σας (Να ζουν τα χέρια σας˙ γεια στα χέρια του, έκφραση επαίνου και θαυμασμού για κάτι χειροποίητο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Να ζούσ’ τα σ̑έριαν ντου (Να ζουν τα χέρια του˙ το ίδιο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Να ζήσ’ το λόο σ’ (Να ζήσεις του λόγου σου˙ ευχή για μακροζωία σε συγγενή τεθνεώτος) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Ασμ. Ευλογία στα σπίτια σας και χρόνια στα παιδιά σας
Nα ζούνται και όπ’ τα τραγουρούν να ζούνdαι και όπ’ τα ανακρούνdαι
(Eυλογία στα σπίτια σας και χρόνια στα παιδιά σαςNα ζουν κι όποιοι τα τραγουδούν, να ζουν κι όποιοι τα ακούνε· από τραγούδι της Πρωτοχρονιάς) Γούρδ. -Καράμπ.
Συνών. γιασαντίζω :1
2. Κατοικώ Ανακ. : Το κορίτσ’ μετ’ εσάς να ζήσ’ (Το κορίτσι θα ζήσει μαζί σας) Ανακ. -Κωστ.Α.
3. Μτβ., κάνω επίσκεψη για να ευχηθώ σε κάποιον, να του πω «να ζήσει» Φάρασ. : Πάω να ζήσω τον δείνα (Πάω να ευχηθώ στον δείνα) Φάρασ. -Ανδρ.