ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζωνάρι (ουσ. ουδ.) ζωνάρι [zoˈnari] Αξ., Σίλ. ζωνάρ' [zoˈnar] Αξ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ. ζουνάρι [zuˈnari] Αφσάρ., Φάρασ. ζουνάρ' [zuˈnar] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Τζαλ., Φλογ. ζ’νάρ’ [znar] Αραβαν. Από το μεσν. ουσ. ζωνάριν.
1. Ζωνάρι, ανδρική υφασμάτινη ζώνη που περιστρέφεται 3-4 φορές γύρω από την μέση ό.π.τ. : Τ’ ζωναριού μ’ το μάκριος (Του ζωναριού μου το μήκος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τα μέσα τ' ήσαν δεμένα με ένα μέγα και πλατσύ ζουνάρ' (Η μέση του ήταν δεμένη με ένα μεγάλο και πλατύ ζωνάρι) Γούρδ. -Καράμπ. Πήρεν ένα ζωνάρ' και φόρ’σεν ντα (Πήρε ένα ζωνάρι και το φόρεσε) Σίλατ. -Dawk. Ούλα φόρειναν ζουνάρια τα παιτιά (Όλα τα αγόρια φωρούσαν ζωνάρια) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Ένα αλ'χ'νό ζουνάρ' βάλλισ̑καν ση λοχούσα μη να το πατήσ' Άλης (Έβαζαν ένα κόκκινο ζωνάρι στην λεχώνα για να μην την πιάσει επιλόχιος πυρετός) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Τὄνα σ̑άνισ̑κε ντεματικά· ’ς το νερό μπατιρντούν ντα, σ̑υλούνdαι, και σ̑άνουν ντα ζωνάρ’, για να ντέσ’ το ντεματικό το ντέμα (Κάποιος έφτιαχνε δεματικά· στο νερό τα βυθίζουν, μουσκεύουν (και μαλακώνουν), και τα κάνουν σαν ζωνάρια, για να δέσει το %iδεματικό το δεμάτι) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 || Φρ. Κόφτισκαν ντου ζουνάρι τ’ (Έκοβαν το ζωνάρι τους˙ λεγόταν για τους ιερείς που ασχολούνταν με γεωργικές εργασίες για συμπλήρωση του μισθού τους, οι οποίοι έβγαζαν το ζωνάρι που ήταν χαρακτηριστικό της ιδιότητάς τους) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Παροιμ. Το ζουνάρι μας ποίτσ̑εν ντα ’σ’ το ραφίδι (Το ζωνάρι μάς το έκανε από τριχιά˙ για τους κακούς διοικούντες, που καταδίκαζαν τον πληθυσμό στην φτώχεια, καθώς οι φτωχοί φορούσαν τρίχινα και όχι υφασμάτινα ζωνάρια) Μισθ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Φορώνουμ’ και το ζωνάρι τ’ (Του φοράμε και το ζωνάρι, από άσμ. που τραγουδούσαν ο ιερέας και οι ψάλτες στην προγαμήλια τελετή ντυσίματος του γαμπρού) Αξ. -Μαυροχ. Συνών. ζώση, ζωστήρα, ζωστρί, τασμά
2. Σε ποικίλες ονοματικές φρ., το ουράνιο τόξο Αραβαν., Ουλαγ., Σίλ. : || Φρ. Χεού το ζ’νάρ’ (Θεού το ζωνάρι˙ ουράνιο τόξο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Σογού τ' ζωνάρ’ (Θεού το ζωνάρι˙ το ίδιο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Παναάς ζωνάρ’ (Παναγιάς ζωνάρι˙ το ίδιο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. δόξα :1, καμάρα, τσατμά :4
3. Φασκιά μωρού Μισθ. Συνών. κουντάκι, μπαγουλντάχ, φαρσί, φασκιά
4. Οι δοκοί που αποτελούσαν τον σκελετό του σπιτιού, και τα διάκενά τους γέμιζαν με πέτρες και λάσπη Αραβαν.
5. Βραχώδη διαζώματα Φάρασ.