ζωστρί
(ουσ. ουδ.)
ζωστρί
[zοˈstri]
Καππ.
Θηλ.
ζωστρή
[zοˈstri]
Ανακ., Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. ζωστρίον, πβ. Κωνστ. Πορφ. Περὶ βασιλ. 473.12 «ζωστρία διαφόρων τιμῶν καὶ ποιοτήτων», το οπ. από το μεταγν. ουσ. ζῶστρα και το παραγωγ. επίθμ. -ίον > -ι. Ο τύπ. θηλ. ζωστρή με μεταπλ. του γένους και με επίδρ. των ομόρριζων θηλ. ζώνη και ζωστήρα.
Ζώνη
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Χήρα παιδίν ανέθρεψε, και λεν τον κυρ Πορφύρη
Σό 'μπα εζώσθην το ζωστρί, και σό 'βγα το 'λυσίδι (Μια χήρα ανέθρεψε ένα παιδί, και το φωνάζουν κυρ-Πορφύρη
Μπαίνοντας ζώστηκε τη ζώνη, και βγαίνοντας την αλυσίδα) Τελμ. -Lag. Έβγαλε την ζωστρή, ράμμα ζώνεται (Έβγαλε την ζώνη, σκοινί ζώνεται) Σινασσ. -Παχτ. Φορώνουνε τ' αϊφόρι του και ζώνουν τση ζωστρή του
άσπρ' αϊφόρι, άσπρη ζωστρή, άσπρη τουλπανιασμένη
(Του φοράνε την γαμπριάτικη φορεσιά, τον ζώνουν με την ζώνη του, άσπρη φορεσιά, άσπρη ζώνη, άσπρη αραχνοΰφαντη) Τελμ. -Αλεκτ.Άσμ.
Σό 'μπα εζώσθην το ζωστρί, και σό 'βγα το 'λυσίδι (Μια χήρα ανέθρεψε ένα παιδί, και το φωνάζουν κυρ-Πορφύρη
Μπαίνοντας ζώστηκε τη ζώνη, και βγαίνοντας την αλυσίδα) Τελμ. -Lag. Έβγαλε την ζωστρή, ράμμα ζώνεται (Έβγαλε την ζώνη, σκοινί ζώνεται) Σινασσ. -Παχτ. Φορώνουνε τ' αϊφόρι του και ζώνουν τση ζωστρή του
άσπρ' αϊφόρι, άσπρη ζωστρή, άσπρη τουλπανιασμένη
(Του φοράνε την γαμπριάτικη φορεσιά, τον ζώνουν με την ζώνη του, άσπρη φορεσιά, άσπρη ζώνη, άσπρη αραχνοΰφαντη) Τελμ. -Αλεκτ.Άσμ.