τασμά
(ουσ. ουδ.)
τασμά
[taˈzma]]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. tasma = ζώνη.
Ζώνη.
Συνών.
ζωνάρι :1
Τροποποιήθηκε: 08/05/2025