τασλούς
(επίθ.)
τασ̑λούς
[taʃˈlus]
Φάρασ.
Θηλ.
ντασλούισσα
[dasˈluisa]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. taşlı = πετρώδης.
Πετρώδης