τασίτημα
(ουσ. ουδ.)
τασ̑ίτημα
[taˈʃitima]
Φάρασ.
Από το αορ. θ. τασ̑ιτη- του ρ. τασιτίζω = χρησιμοποιώ, όπου και τύπ. τασ̑ιτάω, με παραγωγ. επίθμ. -μα.
Η χρήση
Φάρασ.