τασλαντίζω (II)
(ρ.)
τασ̑λαdίζω
[taʃlaˈdizo]
Φάρασ.
ντασ̑λατίζω
[daʃlaˈdizo]
Μαλακ.
τασ̑λατώ
[taʃlaˈto]
Ποτάμ., Σινασσ., Φάρασ.
ντασ̑λαdού
[daʃlaˈdu]
Ουλαγ.
Αόρ.
ντασ̑λάτ’σα
[daʃˈlatsa]
Μαλακ.
Μτχ.
τασλατισμένος
[taslatiˈzmenos]
Σινασσ.
Από τον αόρ. taşladı του τουρκ. ρ. taşlamak = α) πετώ πέτρες, β) εξορύσσω πέτρες, όπου και διαλεκτ. τύπ. daşlamak.
1. Πετροβολώ κάποιον ή κάτι
Μαλακ., Ουλαγ., Ποτάμ., Φάρασ.
:
Τασ̑λατούσανε με τα θιάρια
(Πετροβολούσανε με τις πέτρες)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ322
Έθακανε τα γουανόκ-κα να τασ̑λαdίσουνε το δεσπότη
(Έβαλαν τα τουρκόπουλα να λιθοβολήσουν το δεσπότη)
Φάρασ.
-Ανδρ.