τασά
(ουσ. ουδ.)
τασά
[taˈsa]
Ουλαγ., Σινασσ.
τ͑ασά
[tʰaˈsa]
Αξ.
τασ̑ά
[taˈʃa]
Μαλακ.
Πληθ.
τασάδια
[taˈsaðʝa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. tasa = έγνοια.
Στενοχώρια, έγνοια
ό.π.τ.
:
Απ’ το τασά σ’ ντε γκιρίλ’σα
(Από την έγνοια σου δεν έσπασα, δηλ. δεν έπαθα τίποτα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Όποιος έχει φσ̑άχα έχ' και τα τασάδια και τα γαϊγούδια
(Όποιος έχει παιδιά έχει κα τις στεναχώριες και τις σκοτούρες)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Φρ.
Πήρε με το τ͑ασά σ’
(Με πήρε η έγνοια σου˙ στενοχωρήθηκα πολύ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
γαϊλές, γιασεφέτι, καϊγού, σουλάιμα :2