ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τασά (ουσ. ουδ.) τασά [taˈsa] Ουλαγ., Σινασσ. τ͑ασά [tʰaˈsa] Αξ. τασ̑ά [taˈʃa] Μαλακ. Πληθ. τασάδια [taˈsaðʝa] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. tasa = έγνοια.
Στενοχώρια, έγνοια ό.π.τ. : Απ’ το τασά σ’ ντε γκιρίλ’σα (Από την έγνοια σου δεν έσπασα, δηλ. δεν έπαθα τίποτα) Ουλαγ. -Κεσ. Όποιος έχει φσ̑άχα έχ' και τα τασάδια και τα γαϊγούδια (Όποιος έχει παιδιά έχει κα τις στεναχώριες και τις σκοτούρες) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Φρ. Πήρε με το τ͑ασά σ’ (Με πήρε η έγνοια σου˙ στενοχωρήθηκα πολύ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. γαϊλές, γιασεφέτι, καϊγού, σουλάιμα :2