γαϊλές
(ουσ. αρσ.)
γαϊλές
[ɣaiˈles]
Φάρασ.
γαϊλα̈́ς
[ɣaiˈlæs]
Φάρασ.
γαλές
[ɣaˈles]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. γαϊλες («νά μή τοῦ φέρνω κάνα γαϊλέ εἰς τό κεφάλι» (Παναγιωτόπουλος κ.ά. 2007-2009:, Α΄, σ. 30), το οπ. από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. gaile = στενοχώρια, έγνοια. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ., βλ. ΙΛΝΕ λ. γκαϊλές.