ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαϊλές (ουσ. αρσ.) γαϊλές [ɣaiˈles] Φάρασ. γαϊλα̈́ς [ɣaiˈlæs] Φάρασ. γαλές [ɣaˈles] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. γαϊλες («νά μή τοῦ φέρνω κάνα γαϊλέ εἰς τό κεφάλι» (Παναγιωτόπουλος κ.ά. 2007-2009:, Α΄, σ. 30), το οπ. από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. gaile = στενοχώρια, έγνοια. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ., βλ. ΙΛΝΕ λ. γκαϊλές.
Έγνοια, στενοχώρια, φροντίδα : Να με συρκετείς 'σ' τα πελέδε, 'σ' τα γαλέδε (Να με φυλάς από τους μπελάδες, τους καημούς) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. γιασεφέτι, καϊγού, τασά