ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαϊδουριώνας (επίθ.) γαϊδουριώνας [ɣaiðuˈrʝonas] Αξ. γαϊdουριώνας [ɣaiduˈrʝonas] Μισθ. Από το ουσ. γαϊδούρι, όπου και τύπ. γαϊdούρ', και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Γαϊδουρινός : Γαϊντουριώνας γινάτ’ έεις (Έχεις γαϊδουρινό πείσμα) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Γαϊδουριώνας το κ'λάκ' (Το γαΙδουρινό παιδί˙ Γαϊδούρι! (βρισιά)) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555