γάζιαγι
(ουσ. ουδ.)
qάζγιαγι̂
[ˈqazʝaʝɯ]
Φλογ.
κάιζαγου
[ˈkaizaɣu]
Φλογ.
γάζγιαγι̂ς
[ˈɣazʝaɣɯs]
Μισθ.
γάζ̑αχ
[ˈɣazʝax]
Μισθ.
γάζ̑α
[ˈɣazʝa]
Μισθ.
γάζι
[ˈɣazi]
Φάρασ.
κάζι
[ˈkazi]
Τσουχούρ.
γαζ
[ɣaz]
Σινασσ.
Από την τουρκ. φρ. gaz yağı = πετρέλαιο. Ο τύπ. γαζ με παράλειψη του yağı.
Πετρέλαιο
ό.π.τ.
:
Γάζαχιου τσ̑ιρέτσ̑α
(λυχνάρια που έκαιγαν πετρέλαιο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Όπουτι αστένανι κανείς σ̑άνιξαμ' ντου τρίψιμου μι γάζ̑αχ
(Όποτε αρρώσταινε κανείς του κάναμε εντριβή με πετρέλαιο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Εττά τα τόπια σάνισ̑καν τα ασό qάζ̇γιαγι̂ και το σταχτ'· qαρίστι̂ρταναν τα απενανdάλλο και δένισ̑καν τα σο τσουλ' μέσα και νιγόταν τοπάχ̇ια
(Aυτά τα τόπια πετρελαίου τα έφτιαχναν από πετρέλαιο και στάχτη· τα ανακάτευαν μεταξύ τους, τα έδεναν μέσα στο κουρέλι και γινόταν μπαλάκια)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Το κάζι ένι κνιπό!
(Το πετρέλαιο είναι ακριβό!)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.