γαζά
(επίρρ.)
γαζά
[ɣaˈza]
Μισθ.
Αγν. ετύμ. Ίσως σχετίζεται με το ουσ. κάσα (< τουρκ. kasa = α) χρηματοκιβώτιο β) ταμείο) γ) κασέλα, καφάσι δ) καρότσι (πβ. και ένα κάρο = πολύ και τουρκ. bir araba = ένα κάρο, πολύ).
Πολύς, πολλή, πολύ, ένα σωρό, με την συνοδεία του αριθμητικού ένα
:
Μποίκι μι 'να γαϊφέ μ’ ένα γαζά γαϊμάχ'
(Μου έφτιαξε ένα καφέ με μπόλικο καϊμάκι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ένα γανdαριού αλεύιρ σ̑άνιξαμ' 'να γαζά ψωμιά
(Με την ποσότητα ενός κανταριού αλεύρι φτιάχναμε ένα σωρό ψωμιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μποϊούτ’σις ένα γαζά
(Μεγάλωσες, ψήλωσες πολύ)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σάγιξαμ' ένα γαζά αρνιά ντου Πάσκα
(Σφάζαμε πολλά αρνιά το Πάσχα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ιτό για να 'ου γιωμώσουμ' ακούμ' ιτά έχ' ένα γαζά
(Αυτό για να το γεμίσουμε έχει ακόμα πολύ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Πήρα ένα γαζά ξύλα, έχου ζόπα
(Πήρα ένα σωρό ξύλα, έχω σόμπα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
γομάρι, μπελίκι