ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαζά (επίρρ.) γαζά [ɣaˈza] Μισθ. Αγν. ετύμ. Ίσως σχετίζεται με το ουσ. κάσα (< τουρκ. kasa = α) χρηματοκιβώτιο β) ταμείο) γ) κασέλα, καφάσι δ) καρότσι (πβ. και ένα κάρο = πολύ και τουρκ. bir araba = ένα κάρο, πολύ).
Πολύς, πολλή, πολύ, ένα σωρό, με την συνοδεία του αριθμητικού ένα : Μποίκι μι 'να γαϊφέ μ’ ένα γαζά γαϊμάχ' (Μου έφτιαξε ένα καφέ με μπόλικο καϊμάκι) Μισθ. -Κοτσαν. Ένα γανdαριού αλεύιρ σ̑άνιξαμ' 'να γαζά ψωμιά (Με την ποσότητα ενός κανταριού αλεύρι φτιάχναμε ένα σωρό ψωμιά) Μισθ. -Κοτσαν. Μποϊούτ’σις ένα γαζά (Μεγάλωσες, ψήλωσες πολύ) Μισθ. -Κοτσαν. Σάγιξαμ' ένα γαζά αρνιά ντου Πάσκα (Σφάζαμε πολλά αρνιά το Πάσχα) Μισθ. -Κοτσαν. Ιτό για να 'ου γιωμώσουμ' ακούμ' ιτά έχ' ένα γαζά (Αυτό για να το γεμίσουμε έχει ακόμα πολύ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Πήρα ένα γαζά ξύλα, έχου ζόπα (Πήρα ένα σωρό ξύλα, έχω σόμπα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. γομάρι, μπελίκι