γαγάτσι
(ουσ. ουδ.)
γαγάτσι
[ɣaɣaˈtsi]
Σίλ.
Από το μεταγν. ουσ. γαγάτης = είδος λιχνίτη που ανήκει στους ελάσσονες ημιπολύτιμους λίθους, με αλλαγή γέν. και προσθίωση του [t] > [ts] πριν το [i].
Είδος ημιπολύτιμου λίθου, γνωστού και ως μαύρο κεχριμπάρι
:
Έσ̑εις μι ένα γαγάτσι να ταχτσίσου τέκνους μου;
(Έχεις έναν γαγάτη να γητέψω το παιδί μου; )
Σίλ.
-Κωστ.Σ.