γαζελιάζω
(ρ.)
γαζαλιάζω
[ɣaˈzaʎazo]
Σινασσ.
γαζαλιέζω
[ɣaˈzaʎezo]
Φάρασ.
Από το ουσ. γαζέλι, όπου και τύπ. γαζάλι, και το παραγωγ. επίθ. -ιάζω.
1. Αμτβ., για φύλλα, κιτρινίζω και πέφτω
Φάρασ.
2. Μτβ., μαζεύω τα ξερά φύλλα των δέντρων
Σινασσ.