γαϊγιλντίζω
(ρ.)
γαϊγουλτίζου
[ɣaiɣulˈtizu]
Φάρασ.
γαϊλντίζου
[ɣailˈdizu]
Φάρασ.
γαϊρντίζου
[ɣairˈdizu]
Μισθ.
γαλγιdίζου
[ɣalʝiˈdizu]
Φάρασ.
γαϊγουλανdίζου
[ɣaiɣulaˈdizu]
Μισθ.
γαϊγουλατίζου
[ɣaiɣulaˈtizu]
Φάρασ.
Από τον αορ. kaygı oldu του τουρκ. ρ. kaygı olmak = ανησυχώ με παραγωγ. επίθμ. -ίζω, Πβ. και τουρκ. ρ. kaygılanmak = ανησυχώ. Ο τύπ. γαϊρντίζου από το τουρκ. διαλεκτ. τύπ. kaygurmak = ανησυχώ.
1. Ανησυχώ, στενοχωριέμαι για κάποιον ή για κάτι
ό.π.τ.
Συνών.
εριντίζω :2, μερακλαντίζω :1, μερακλαντίζω :2, ποτσαλατίζω :2, ταρσιχλαντίζω, ταρσιχτιέω
2. Συγκινούμαι με κάποιον ή κάτι
Φάρασ.