ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαϊγιλντίζω (ρ.) γαϊγουλτίζου [ɣaiɣulˈtizu] Φάρασ. γαϊλντίζου [ɣailˈdizu] Φάρασ. γαϊρντίζου [ɣairˈdizu] Μισθ. γαλγιdίζου [ɣalʝiˈdizu] Φάρασ. γαϊγουλανdίζου [ɣaiɣulaˈdizu] Μισθ. γαϊγουλατίζου [ɣaiɣulaˈtizu] Φάρασ. Από τον αορ. kaygı oldu του τουρκ. ρ. kaygı olmak = ανησυχώ με παραγωγ. επίθμ. -ίζω, Πβ. και τουρκ. ρ. kaygılanmak = ανησυχώ. Ο τύπ. γαϊρντίζου από το τουρκ. διαλεκτ. τύπ. kaygurmak = ανησυχώ.
1. Ανησυχώ, στενοχωριέμαι για κάποιον ή για κάτι ό.π.τ. Συνών. εριντίζω :2, μερακλαντίζω :1, μερακλαντίζω :2, ποτσαλατίζω :2, ταρσιχλαντίζω, ταρσιχτιέω
2. Συγκινούμαι με κάποιον ή κάτι Φάρασ.