γαϊέτ
(επίρρ.)
γαϊέτ
[ɣaiˈet]
Μισθ.
αγαϊγιατdάν
[aɣaiʝatˈdan]
Τελμ.
Από το τουρκ. επίρρ. gayet = πολύ, περισσότερο, το οπ. από το ουσ. gaye (< αραβ. ġāya(t)) = άκρον άωτον. Ο τύπ. αγαϊγιατdάν από διαλεκτ. πτωτ. τύπο gayatdan = πάρα πολύ, με ανάπτυξη προθετικού α-.