ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαϊέτ (επίρρ.) γαϊέτ [ɣaiˈet] Μισθ. αγαϊγιατdάν [aɣaiʝatˈdan] Τελμ. Από το τουρκ. επίρρ. gayet = πολύ, περισσότερο, το οπ. από το ουσ. gaye (< αραβ. ġāya(t)) = άκρον άωτον. Ο τύπ. αγαϊγιατdάν από διαλεκτ. πτωτ. τύπο gayatdan = πάρα πολύ, με ανάπτυξη προθετικού α-.
Πάρα πολύ, υπερβολικά : Απάν' έχ' ένα ταφσίρ' γαϊέτ όμορφου (Επάνω είχε μιά εικόνα πάρα πολύ όμορφη) Μισθ. -Dawk. Σο φιλάν σο χωριό έν' ένα κορίτσ̑' και αγαϊγιατdάν πολύ γκϋζέλ 'ναι (Στο τάδε χωριό υπάρχει ένα κορίτσι που είναι πάρα πολύ όμορφο) Τελμ. -Dawk. Συνών. αζγούνα, γανά γανά, σαλτ