γαϊλεσούζης
(επίθ.)
γαϊλεσούζη
[ɣaileˈsuzi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. gailesiz = αμέριμνος.
1. Απερίσκεπτος
2. Αμέριμνος
Συνών.
καϊγουσούζης