γαϊπτίζω
(ρ.)
γαϊπτίζου
[ɣaipˈtizu]
Μισθ.
Αόρ.
γάιπ'σα
[ˈɣaipsa]
Μισθ.
Προστ.
γάιπτα
[ˈɣaipta]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. kayıpmak = το σκάω, δραπευτεύω (THADS, λ. kayıpmak).
Χάνομαι, εξαφανίζομαι
:
Γάιπτα!
(Χάσου, φύγε κρυφά, εξαφανίσου!)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Γάιπ'σι, σέμη απέσ'
(Χάθηκε, μπήκε μέσα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
χάνω