γαϊπτίζω
(ρ.)
γαϊπτίζου
[ɣaipˈtizu]
Μισθ.
Αόρ.
γάιπ'σα
[ˈɣaipsa]
Μισθ.
Προστ.
γάιπτα
[ˈɣaipta]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. kayıpmak = το σκάω, δραπευτεύω (THADS, λ. kayıpmak).