χάνω
(ρ.)
χάνω
['xano]
Ουλαγ., Φάρασ., Φλογ.
χάνου
['xanu]
Μισθ., Σίλ., Τσαρικ.
χάν'
[xan]
Γούρδ.
Αόρ.
χάσα
[ˈxasa]
Αραβ., Μισθ., Τζαλ., Φλογ.
Παθ.
χάνομαι
['xanome]
Ουλαγ., Τσαρικ., Φλογ.
χάνουμαι
['xanume]
Αραβαν., Γούρδ., Σίλατ., Φάρασ.
χάνουμι
['xanumi]
Μαλακ.
χανιέμι
[xaˈɲemi]
Μισθ.
χάρουμαι
['xarume]
Αραβαν.
Παρατατ.
χανόμουν
[xaˈnomun]
Αραβαν.
Αόρ.
χάθα
[ˈxaθa]
Ανακ., Ποτάμ., Φλογ.
χάτα
[ˈxata]
Φερτάκ.
χάρα
[ˈxara]
Αραβαν.
χάστα
[ˈxasta]
Τροχ.
χαστήχα
[xaˈstixa]
Μισθ.
Μτχ.
χαμένος
[xaˈmenos]
Ποτάμ., Σινασσ., Τσαρικ., Φλογ.
χαμένου
[xaˈmenu]
Μισθ.
χανημένο
[xaniˈmeno]
Ουλαγ.
Από το μεσν. ρ. χάνω, το οπ. από το μεταγν. ρ. χαόω-ῶ = α) καταστρέφω β) καταπίνω.
1. Χάνω, δεν μπορώ να βρω
ό.π.τ.
:
Μην τα χάειζ
(Μην τα χάσεις)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σ̑ημαρεύουμ' τα να μη χασεί
(Το σημαδεύουμε για να μη χαθεί)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Χάνεις ντου παιδί σ', χάνεις ντ΄άνδρα σ'
(Χάνεις το παιδί σου, χάνεις τον άντρα σου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ισύ έεις ένα φσ̑άχ' χανημένο
(Εσύ έχεις χάσει ένα παιδί)
Αραβαν.
-Κεσ.
|| Φρ.
Χάνω τον κόσμο
(Χάνω τον κόσμο˙ Λιποθυμώ)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Χάσεν τα ωβγά με τα καλάθια
(Έχασε τα αβγά με τα καλάθια˙ Σάστισε εντελώς)
-ΚΕΕΛ 1361
|| Ασμ.
Ω θεία, ω θεία ω θεία, χάσα το βουρντώνι μου ω θεία
Mα πού τα έχασες ε γιό μου; Πώς 'υρέφ'ς τ' εμένα ε καό μου;
(Ω θεία, ω θεία ω θεία, έχασα το μουλάρι μου ω θεία Mα που το έχασες γιέ μου; Τι γυρεύεις από μένα καλέ μου;) Φάρασ. -Λαμπρ. Πβ. αλντουρντίζω, Αντίθ βρίσκω
Mα πού τα έχασες ε γιό μου; Πώς 'υρέφ'ς τ' εμένα ε καό μου;
(Ω θεία, ω θεία ω θεία, έχασα το μουλάρι μου ω θεία Mα που το έχασες γιέ μου; Τι γυρεύεις από μένα καλέ μου;) Φάρασ. -Λαμπρ. Πβ. αλντουρντίζω, Αντίθ βρίσκω
2. Ξεχνώ
Τζαλ.
:
Ήξευρά τα, χάσα τα
(Τα ήξερα, τα ξέχασα, ενν. τα τραγούδια)
Τζαλ.
-ΚΜΣ-ΚΠ340
3. Χάνω, ηττώμαι σε παιχνίδι
Μισθ.
:
Να κύριουσα, να ντα τσ̑εράσου ήdoυν· χάσα, γούλτουσα τσ̑ι ντου τσ̑έραμα
(Αν κέρδιζα, θα τους κέρναγα· έχασα, γλύτωσα και το κέρασμα)
Μισθ.
-Φατ.
Αντίθ
αντίζω :2, θυμούμαι, κατέχω :3, μπελεντίζω, Συνών.
λησμονώ, χάνω :2
4. Mεσοπαθ., χάνομαι, χάνω τον δρόμο μου
ό.π.τ.
:
Χάρη σο ορμάν’ μέσα
(Χάθηκε μέσα στο δάσος)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ 638
Πήα σου κάστρου τσι χαστήχα
(Πήγα στην πόλη και χάθηκα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Αν 'ιν μας ντείξεις στράdα, να χαστηχούμ'
(Αν δεν μας δείξεις το δρόμο, θα χαθούμε)
Μισθ.
-Φατ.
Αν λάσ̑' και χαρούμ', τσ̑ίγαλ’ να βρερούμ';
(Αν λάχει και χαθούμε, πώς θα (ξανα)βρεθούμε;)
Αραβαν.
-Φωστ.
Έχασα ντο στράτα μ' γκι έπεσα ιτό το dόπος
(Έχασα τον δρόμο μου κι έπεσα σ' αυτό τον τόπο)
Ουλαγ.
-Κεσ.
5. Χάνομαι από τον οπτικό ορίζοντα κάποιου
ό.π.τ.
:
Έννε ένα σ̑ύννεφο και ένα πατιρντί και το παλληκάρ’ χάρη ας τ’ ορταλίχ
(Έγινε ένα σύννεφο κι ένας θόρυβος και το παλληκάρι χάθηκε από τη μέση)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Xάστεν ασ' τα μάτια τ'
(Χάθηκε από τα μάτια του)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
Σο τσ̑ούχος απαπ’κάτω ήτον ένα αβγόν’ γκαι εκεί χανότουν το λερό
(Κάτω από τον τοίχο ήταν μιά αποχέτευση και εκεί χανόταν το νερό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Φρ.
Το φενgάρ’ χάθην, πόμαν’ λιγούτσικο
(Το φεγγάρι χάθηκε, απόμενει λιγουλάκι˙ Το φεγγάρι είναι στη χάση του )
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
ασιρτίζω
6. Χάνομαι, καταστρέφομαι, παύω να υπάρχω
:
Να μη χαστηχεί η γλώσσα μας, να μη χαστηχούμ'
(Να μη χαθεί η γλώσσα μας, να μη χαθούμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
7. Πεθαίνω
Ανακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Σινασσ., Τσαρικ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ.
:
Χάε ντο ζαβαλí
(Πέθανε ο καημένος)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Μάνα σας εχάη
(Η μάνα σας πέθανε)
Σεμέντρ.
-Στεφαν.
Κοριτσ̑ιού ντο μάνα χάε
(Του κοριτσιού η μάνα πέθανε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Πάππου μ' Γουργόρης χάη, πόμει' κάκα
(Ο παππούς μου ο Γρηγόρης πέθανε, απόμεινε η γιαγιά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Είσ̑ι 'να παιί, δου κορίτσ' χάη σου Τουρκία ήδουν
(Είχε ένα αγόρι, το κορίτσι είχε πεθάνει στην Τουρκία)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Σάμου χάθηνι, παγάσαν ντα τα προυχώσουνι
(Όταν πέθανε, την πήγαν να την θάψουν)
Τσουχούρ.
-VLACH
Γρεύει να σι ιδεί πιρμή χαθεί
(Θέλει να σε δει πριν πεθάνει)
Φάρασ.
-Bağr.
Το κορίτσ̑’ χάεν, πήγασαν ντο σο μορμόρ’
(Το κορίτσι πέθανε, το πήγαν στο μνήμα)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ283
Παρακαλώ Αλλαχίμ ας χαώ
(Παρακαλώ Θεέ μου ας πεθάνω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Να τ͑ο π͑άρεις ντέ 'ναι, να μη χατώ μεραγλι̂́ς
(Δεν πρέπει να τον παντρευτείς, για να μην πεθάνω λυπημένος)
Φερτάκ.
-Thumb
|| Φρ.
Να χαείς!
(Να χαθείς!˙ αρά)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ163
α̈́ρ’ ν'dα κατένκα του χα χαθεί ο τατά μου, χα ν'dα δώσω σ’ αν γκακό κρομμύδι
(Αν το ήξερα ότι θα πέθαινε ο πατέρας μου, θα τον πουλούσα για ένα καυτερό κρεμμύδι˙ Απάντηση σε παράλογες αιτιάσεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ο φουχαρα̈́ς 'υρεύκεν ντα το κουμρούκι του να χαθεί
(Ο φουκαράς έψαχνε τον οβολό του για να πεθάνει˙ Το έλεγαν όταν ο ασθενής πέθαινε την ίδια μέρα κατά την οποία οι συγγενείς μοίραζαν χρήματα στον κόσμο τα χρήματα ια να προσευχηθούν για την υγεία ή την ανάπαυση του άρρωστου)
|| Ασμ.
Ἀδελφε, ήκ'σα πέθανες, άδελφε μ' ήκ'σα χάθης.
Ποιός τά ειπεν το πέθανα, ποιός τά ειπεν το χάθα; (Αδελφέ, άκουσα ότι πέθανες, αδελφέ μου άκουσα ότι χάθηκες.
Ποιος είπε ότι πέθανα, ποιος είπε ότι χάθηκα;) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
Ποιός τά ειπεν το πέθανα, ποιός τά ειπεν το χάθα; (Αδελφέ, άκουσα ότι πέθανες, αδελφέ μου άκουσα ότι χάθηκες.
Ποιος είπε ότι πέθανα, ποιος είπε ότι χάθηκα;) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
β.
H παθ. μτχ. χαμένος, πεθαμένος
Ανακ., Αξ., Μισθ., Σινασσ., Τσαρικ., Φλογ.
:
Χεός σχωρέσ' τα χαμένα
(Θεός σχωρέσ' τα πεθαμένα σου
)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 755
Άφ'καν ντου χαμένου κάτ'
(Απέθεσαν κάτω τον πεθαμένο
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Ασμ.
Κρίμ' έν' ετιά η κορασιά εις τον χαμέν' οπίσω
(Κρίμα είναι τέτοια κοπέλα πίσω από τον πεθαμένο)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
8. Το β΄ εν. τιθέμενο στο τέλος προστακτικών, για δήλωση αγενούς εντολής ή επίπληξης
Φλογ.
:
Άμε χάνεσαι!
(Σήκω φύγε!)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ποίκε χάσε το!
(Άντε κάνε το!)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361