ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χάνω (ρ.) χάνω ['xano] Ουλαγ., Φάρασ., Φλογ. χάνου ['xanu] Μισθ., Σίλ., Τσαρικ. χάν' [xan] Γούρδ. Αόρ. χάσα [ˈxasa] Αραβ., Μισθ., Τζαλ., Φλογ. Παθ. χάνομαι ['xanome] Ουλαγ., Τσαρικ., Φλογ. χάνουμαι ['xanume] Αραβαν., Γούρδ., Σίλατ., Φάρασ. χάνουμι ['xanumi] Μαλακ. χανιέμι [xaˈɲemi] Μισθ. χάρουμαι ['xarume] Αραβαν. Παρατατ. χανόμουν [xaˈnomun] Αραβαν. Αόρ. χάθα [ˈxaθa] Ανακ., Ποτάμ., Φλογ. χάτα [ˈxata] Φερτάκ. χάρα [ˈxara] Αραβαν. χάστα [ˈxasta] Τροχ. χαστήχα [xaˈstixa] Μισθ. Μτχ. χαμένος [xaˈmenos] Ποτάμ., Σινασσ., Τσαρικ., Φλογ. χαμένου [xaˈmenu] Μισθ. χανημένο [xaniˈmeno] Ουλαγ. Από το μεσν. ρ. χάνω, το οπ. από το μεταγν. ρ. χαόω-ῶ = α) καταστρέφω β) καταπίνω.
1. Χάνω, δεν μπορώ να βρω ό.π.τ. : Μην τα χάειζ (Μην τα χάσεις) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σ̑ημαρεύουμ' τα να μη χασεί (Το σημαδεύουμε για να μη χαθεί) Σίλ. -Κωστ.Σ. Χάνεις ντου παιδί σ', χάνεις ντ΄άνδρα σ' (Χάνεις το παιδί σου, χάνεις τον άντρα σου) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ισύ έεις ένα φσ̑άχ' χανημένο (Εσύ έχεις χάσει ένα παιδί) Αραβαν. -Κεσ. || Φρ. Χάνω τον κόσμο (Χάνω τον κόσμο˙ Λιποθυμώ) Ουλαγ. -Κεσ. Χάσεν τα ωβγά με τα καλάθια (Έχασε τα αβγά με τα καλάθια˙ Σάστισε εντελώς) -ΚΕΕΛ 1361 || Ασμ. Ω θεία, ω θεία ω θεία, χάσα το βουρντώνι μου ω θεία
Mα πού τα έχασες ε γιό μου; Πώς 'υρέφ'ς τ' εμένα ε καό μου;
(Ω θεία, ω θεία ω θεία, έχασα το μουλάρι μου ω θεία Mα που το έχασες γιέ μου; Τι γυρεύεις από μένα καλέ μου;) Φάρασ. -Λαμπρ.
Πβ. αλντουρντίζω, Αντίθ βρίσκω
2. Ξεχνώ Τζαλ. : Ήξευρά τα, χάσα τα (Τα ήξερα, τα ξέχασα, ενν. τα τραγούδια) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ340
3. Χάνω, ηττώμαι σε παιχνίδι Μισθ. : Να κύριουσα, να ντα τσ̑εράσου ήdoυν· χάσα, γούλτουσα τσ̑ι ντου τσ̑έραμα (Αν κέρδιζα, θα τους κέρναγα· έχασα, γλύτωσα και το κέρασμα) Μισθ. -Φατ. Αντίθ αντίζω :2, θυμούμαι, κατέχω :3, μπελεντίζω, Συνών. λησμονώ, χάνω :2
4. Mεσοπαθ., χάνομαι, χάνω τον δρόμο μου ό.π.τ. : Χάρη σο ορμάν’ μέσα (Χάθηκε μέσα στο δάσος) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 638 Πήα σου κάστρου τσι χαστήχα (Πήγα στην πόλη και χάθηκα) Μισθ. -Κοτσαν. Αν 'ιν μας ντείξεις στράdα, να χαστηχούμ' (Αν δεν μας δείξεις το δρόμο, θα χαθούμε) Μισθ. -Φατ. Αν λάσ̑' και χαρούμ', τσ̑ίγαλ’ να βρερούμ'; (Αν λάχει και χαθούμε, πώς θα (ξανα)βρεθούμε;) Αραβαν. -Φωστ. Έχασα ντο στράτα μ' γκι έπεσα ιτό το dόπος (Έχασα τον δρόμο μου κι έπεσα σ' αυτό τον τόπο) Ουλαγ. -Κεσ.
5. Χάνομαι από τον οπτικό ορίζοντα κάποιου ό.π.τ. : Έννε ένα σ̑ύννεφο και ένα πατιρντί και το παλληκάρ’ χάρη ας τ’ ορταλίχ (Έγινε ένα σύννεφο κι ένας θόρυβος και το παλληκάρι χάθηκε από τη μέση) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Xάστεν ασ' τα μάτια τ' (Χάθηκε από τα μάτια του) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554 Σο τσ̑ούχος απαπ’κάτω ήτον ένα αβγόν’ γκαι εκεί χανότουν το λερό (Κάτω από τον τοίχο ήταν μιά αποχέτευση και εκεί χανόταν το νερό) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Φρ. Το φενgάρ’ χάθην, πόμαν’ λιγούτσικο (Το φεγγάρι χάθηκε, απόμενει λιγουλάκι˙ Το φεγγάρι είναι στη χάση του ) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. ασιρτίζω
6. Χάνομαι, καταστρέφομαι, παύω να υπάρχω : Να μη χαστηχεί η γλώσσα μας, να μη χαστηχούμ' (Να μη χαθεί η γλώσσα μας, να μη χαθούμε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
7. Πεθαίνω Ανακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Σινασσ., Τσαρικ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ. : Χάε ντο ζαβαλí (Πέθανε ο καημένος) Ουλαγ. -Κεσ. Μάνα σας εχάη (Η μάνα σας πέθανε) Σεμέντρ. -Στεφαν. Κοριτσ̑ιού ντο μάνα χάε (Του κοριτσιού η μάνα πέθανε) Ουλαγ. -Κεσ. Πάππου μ' Γουργόρης χάη, πόμει' κάκα (Ο παππούς μου ο Γρηγόρης πέθανε, απόμεινε η γιαγιά) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Είσ̑ι 'να παιί, δου κορίτσ' χάη σου Τουρκία ήδουν (Είχε ένα αγόρι, το κορίτσι είχε πεθάνει στην Τουρκία) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Σάμου χάθηνι, παγάσαν ντα τα προυχώσουνι (Όταν πέθανε, την πήγαν να την θάψουν) Τσουχούρ. -VLACH Γρεύει να σι ιδεί πιρμή χαθεί (Θέλει να σε δει πριν πεθάνει) Φάρασ. -Bağr. Το κορίτσ̑’ χάεν, πήγασαν ντο σο μορμόρ’ (Το κορίτσι πέθανε, το πήγαν στο μνήμα) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ283 Παρακαλώ Αλλαχίμ ας χαώ (Παρακαλώ Θεέ μου ας πεθάνω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Να τ͑ο π͑άρεις ντέ 'ναι, να μη χατώ μεραγλι̂́ς (Δεν πρέπει να τον παντρευτείς, για να μην πεθάνω λυπημένος) Φερτάκ. -Thumb || Φρ. Να χαείς! (Να χαθείς!˙ αρά) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ163 α̈́ρ’ ν'dα κατένκα του χα χαθεί ο τατά μου, χα ν'dα δώσω σ’ αν γκακό κρομμύδι (Αν το ήξερα ότι θα πέθαινε ο πατέρας μου, θα τον πουλούσα για ένα καυτερό κρεμμύδι˙ Απάντηση σε παράλογες αιτιάσεις) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ο φουχαρα̈́ς 'υρεύκεν ντα το κουμρούκι του να χαθεί (Ο φουκαράς έψαχνε τον οβολό του για να πεθάνει˙ Το έλεγαν όταν ο ασθενής πέθαινε την ίδια μέρα κατά την οποία οι συγγενείς μοίραζαν χρήματα στον κόσμο τα χρήματα ια να προσευχηθούν για την υγεία ή την ανάπαυση του άρρωστου) || Ασμ. Ἀδελφε, ήκ'σα πέθανες, άδελφε μ' ήκ'σα χάθης.
Ποιός τά ειπεν το πέθανα, ποιός τά ειπεν το χάθα;
(Αδελφέ, άκουσα ότι πέθανες, αδελφέ μου άκουσα ότι χάθηκες.
Ποιος είπε ότι πέθανα, ποιος είπε ότι χάθηκα;)
Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
β. H παθ. μτχ. χαμένος, πεθαμένος Ανακ., Αξ., Μισθ., Σινασσ., Τσαρικ., Φλογ. : Χεός σχωρέσ' τα χαμένα (Θεός σχωρέσ' τα πεθαμένα σου ) Μισθ. -ΙΛΝΕ 755 Άφ'καν ντου χαμένου κάτ' (Απέθεσαν κάτω τον πεθαμένο ) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Ασμ. Κρίμ' έν' ετιά η κορασιά εις τον χαμέν' οπίσω (Κρίμα είναι τέτοια κοπέλα πίσω από τον πεθαμένο) Σινασσ. -Λεύκωμα
8. Το β΄ εν. τιθέμενο στο τέλος προστακτικών, για δήλωση αγενούς εντολής ή επίπληξης Φλογ. : Άμε χάνεσαι! (Σήκω φύγε!) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ποίκε χάσε το! (Άντε κάνε το!) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361