χανές
(ουσ. ουδ.)
χανές
[xaˈnes]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Πληθ.
χανέγια
[xaˈneʝa]
Τροχ.
Από το νεότ. ουσ. χανές = σπίτι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. hane= α) σπίτι β) οικογένεια.
Οικογένεια
ό.π.τ.
:
Σα μπρο τον ταρό σε χανές είχαν α νύφη, α σ̑υλί τσ̑αι α π’σέκα
(Το παλιό καιρό σε μιά οικογένεια είχαν μιά νύφη, ένα σκυλί και μιά γάτα)
Φάρασ.
-Παπαδ.
'ς το σεράι 'γνένdα ήτουνι αν χανές φουχαρέδοι
(Απέναντι από το σαράι υπήρχε μιά οικογένεια φτωχών)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Πβ.
οτζάκι, σινσιλέ, σόι :1, φαμίλια, νταμάρι, φύτρα