ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χανές (ουσ. ουδ.) χανές [xaˈnes] Τσουχούρ., Φάρασ. Πληθ. χανέγια [xaˈneʝa] Τροχ. Από το νεότ. ουσ. χανές = σπίτι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. hane= α) σπίτι β) οικογένεια.
Οικογένεια ό.π.τ. : Σα μπρο τον ταρό σε χανές είχαν α νύφη, α σ̑υλί τσ̑αι α π’σέκα (Το παλιό καιρό σε μιά οικογένεια είχαν μιά νύφη, ένα σκυλί και μιά γάτα) Φάρασ. -Παπαδ. 'ς το σεράι 'γνένdα ήτουνι αν χανές φουχαρέδοι (Απέναντι από το σαράι υπήρχε μιά οικογένεια φτωχών) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Πβ. οτζάκι, σινσιλέ, σόι :1, φαμίλια, νταμάρι, φύτρα