χαμούτ
(ουσ. ουδ.)
χαμούτ
[haˈmut]
Αξ., Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. hamut = εξάρτημα σαν κολλάρο με το οποίο συγκρατούσαν το κεφάλι του ζώου στον ζυγό
Tα δύο καμπύλα άκρα του ζυγού με τα οποία στερεωνόταν τα κεφάλια των ζώων σε αυτόν