ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαμί (ουσ. ουδ.) χαμί [xaˈmi] Αξ., Μισθ., Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. ή επίθ. hami = α) προστάτης β) ευαίσθητος.
Η βαθμιαία εξάσκηση και προσαρμογή του ζώου στην δουλειά ό.π.τ. : Παίρω τ' αλογάτ' χαμί (Συνηθίζω σιγά - σιγά το άλογο στην δουλειά) Γκουτζούκο βγάλλισκαμ' ντα βόια στου χαμί (Το Φεβρουάριο βγάζαμε τα βόδια στην δουλειά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Αρχινούσαμ' το χαμί, βγάλλισ̑καμ' το χάμ' (Αρχίζαμε την εξάσκηση του ζώου, τα βγάζαμε για προπόνηση) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Πβ. χαμ, χαμλαντίζω