χαμί
(ουσ. ουδ.)
χαμί
[xaˈmi]
Αξ., Μισθ., Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. ή επίθ. hami = α) προστάτης β) ευαίσθητος.
Η βαθμιαία εξάσκηση και προσαρμογή του ζώου στην δουλειά
ό.π.τ.
:
Παίρω τ' αλογάτ' χαμί
(Συνηθίζω σιγά - σιγά το άλογο στην δουλειά)
Γκουτζούκο βγάλλισκαμ' ντα βόια στου χαμί
(Το Φεβρουάριο βγάζαμε τα βόδια στην δουλειά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Αρχινούσαμ' το χαμί, βγάλλισ̑καμ' το χάμ'
(Αρχίζαμε την εξάσκηση του ζώου, τα βγάζαμε για προπόνηση)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Πβ.
χαμ, χαμλαντίζω