χαμαλίκι
(ουσ. ουδ.)
χαμαλίκ'
[xamaˈlic]
Μισθ.
χαμbαλ-λίχ̇ι
[xamballixi]
Φάρασ.
χαμbαλ-λιέχ̇ι
[xamballiˈexi]
Φάρασ.
Μεσν. ουσ. χαμαλίκι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. hamallık = η ιδιότητα του χαμάλη, όπου και διαλεκτ. τύπ. hamallıh.
Πβ.
χαμάλης
Χαμαλίκι
ό.π.τ.