χαμάλης
(ουσ.)
χαμάλης
[xaˈmalis]
Μισθ.
χαμάλ
[xaˈmal]
Φάρασ., Φλογ.
χαμbάλ
[xamˈbal]
Φάρασ.
Πληθ.
χαμάλε
[xaˈmale]
Φάρασ.
Θηλ.
χαμάλισσα
[xaˈmalisa]
Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. χαμάλης, το οπ. από το τουρκ. ουσ. hamal = αχθοφόρος, όπου και διαλεκτ. τύπ. hambal (THADS, λ. hambal II).
Αχθοφόρος, χαμάλης
ό.π.τ.
:
Εκείνα αθρώπ' ήτανε χαμάλ
(Εκείνοι οι άνθρωποι ήταν αχθοφόροι)
Φλογ.
-Dawk.
Tάϊμισα ήσανdε γαβάζοι, χαμάλε, παραγιοί, κιμί φιακνίνκανε χάνι, κιμί ήσανdε οταπασήδες
(Oι μισοί ήτανε κλητήρες, χαμάληδες, παραγιοί, άλλοι έφτιαχναν χάνια, άλλοι ήταν υπηρέτες σε σπίτια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.