ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαμάλης (ουσ.) χαμάλης [xaˈmalis] Μισθ. χαμάλ [xaˈmal] Φάρασ., Φλογ. χαμbάλ [xamˈbal] Φάρασ. Πληθ. χαμάλε [xaˈmale] Φάρασ. Θηλ. χαμάλισσα [xaˈmalisa] Σίλ. Από το μεσν. ουσ. χαμάλης, το οπ. από το τουρκ. ουσ. hamal = αχθοφόρος, όπου και διαλεκτ. τύπ. hambal (THADS, λ. hambal II).
Αχθοφόρος, χαμάλης ό.π.τ. : Εκείνα αθρώπ' ήτανε χαμάλ (Εκείνοι οι άνθρωποι ήταν αχθοφόροι) Φλογ. -Dawk. Tάϊμισα ήσανdε γαβάζοι, χαμάλε, παραγιοί, κιμί φιακνίνκανε χάνι, κιμί ήσανdε οταπασήδες (Oι μισοί ήτανε κλητήρες, χαμάληδες, παραγιοί, άλλοι έφτιαχναν χάνια, άλλοι ήταν υπηρέτες σε σπίτια) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.