χάλτσα
(ουσ. θηλ.)
χάλτσα
[xalˈtsa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. kalça = γλουτός, ισχίο, όπου και διαλεκτ. τύπ. halça.
Μηρός
Συνών.
μερί, μπαλντίρι :2