ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαμ (επίθ.) χαμ [xam] Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Φλογ. χάμι ['xami] Σινασσ., Φάρασ. Πληθ. χάμια [ˈxamɲa] Σίλ. Από το τουρκ. επίθ. ham (< περσ. ḫām) = α) άγουρος β) άπειρος γ) άχρηστος δ) απαίδευτος ε) ακατέργαστος στ) αδάμαστος.
1. Άγουρος ό.π.τ. : Ντου γαρπούσ' τσείδι χαμ (Το καρπούζι είναι άγουρο) Μισθ. -Κοτσαν. Τα 'πίδα είντι χάμα (Τα αχλάδια είναι άγουρα) Φάρασ. -Αναστασ. Τα σταφύλια είναι χάμια (Tα σταφύλια είναι άγουρα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Συνών. άγουρος, αγένωτος :1
2. Για ζώο, άπειρος, ή αγύμναστος, απροπόνητος λόγω εποχικής απομάκρυνσης από αγροτικές εργασίες Ανακ., Αξ., Φάρασ. : Το άλογο χάμ 'ναι (Το άλογο είναι αγύμναστο (μετά από μακρά ξεκούραση)) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τ' άβγο ένι χάμι (Το άλογο είναι άπειρο) Φάρασ. -Αναστασ. || Φρ. Να βγάλουμ' το χαμ (Να βγάλουμε το αγύμναστο (ζώο)˙ Για την συνήθεια των αγροτών να βάζουν τα ζώα να περπατήσουν για λίγα λεπτά πριν αρχίσουν τις αγροτικές εργασίες της άνοιξης) Ανακ. -Κωστ.Α.