χαμ
(επίθ.)
χαμ
[xam]
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Φλογ.
χάμι
['xami]
Σινασσ., Φάρασ.
Πληθ.
χάμια
[ˈxamɲa]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. ham (< περσ. ḫām) = α) άγουρος β) άπειρος γ) άχρηστος δ) απαίδευτος ε) ακατέργαστος στ) αδάμαστος.
1. Άγουρος
ό.π.τ.
:
Ντου γαρπούσ' τσείδι χαμ
(Το καρπούζι είναι άγουρο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τα 'πίδα είντι χάμα
(Τα αχλάδια είναι άγουρα)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Τα σταφύλια είναι χάμια
(Tα σταφύλια είναι άγουρα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Συνών.
άγουρος, αγένωτος :1
2. Για ζώο, άπειρος, ή αγύμναστος, απροπόνητος λόγω εποχικής απομάκρυνσης από αγροτικές εργασίες
Ανακ., Αξ., Φάρασ.
:
Το άλογο χάμ 'ναι
(Το άλογο είναι αγύμναστο (μετά από μακρά ξεκούραση))
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τ' άβγο ένι χάμι
(Το άλογο είναι άπειρο)
Φάρασ.
-Αναστασ.
|| Φρ.
Να βγάλουμ' το χαμ
(Να βγάλουμε το αγύμναστο (ζώο)˙ Για την συνήθεια των αγροτών να βάζουν τα ζώα να περπατήσουν για λίγα λεπτά πριν αρχίσουν τις αγροτικές εργασίες της άνοιξης)
Ανακ.
-Κωστ.Α.