χαμαμτζής
(ουσ. ουδ.)
χαμαμτζ̑ή
[xamam'ʤi]
Ουλαγ.
χαμαμτζ̑ής
[xamam'ʤis]
Αραβαν.
χαμαμτσής
[xamamtsis]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. hamamcı = ιδιοκτήτης λουτρού.
Ιδιοκτήτης ή διαχειριστής λουτρού
ό.π.τ.
:
Στέχνει στ' χαμαμτζ̑ή τσ̑ιράχ
(Στέλνει στον ιδιοκτήτη του λουτρού έναν υπηρέτη)
Φλογ.
-Dawk.
Ντε βαήκνισ̑κε το σεράϊ και νισ̑κότουν χαμαμτζ̑ής
(Δεν θα άφηνε το παλάτι για να γίνει λουτράρισσα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Παίν' σο λουτρό, εκεί νίσ̑κεται ένα με το χαμαμτζ̑ή
(Πηγαίνει στο λουτρό, εκεί συνευρίσκεται ερωτικά με τον λουτράρη)
Αραβαν.
-Φωστ.