ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαμαμτζής (ουσ. ουδ.) χαμαμτζ̑ή [xamam'ʤi] Ουλαγ. χαμαμτζ̑ής [xamam'ʤis] Αραβαν. χαμαμτσής [xamamtsis] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. hamamcı = ιδιοκτήτης λουτρού.
Ιδιοκτήτης ή διαχειριστής λουτρού ό.π.τ. : Στέχνει στ' χαμαμτζ̑ή τσ̑ιράχ (Στέλνει στον ιδιοκτήτη του λουτρού έναν υπηρέτη) Φλογ. -Dawk. Ντε βαήκνισ̑κε το σεράϊ και νισ̑κότουν χαμαμτζ̑ής (Δεν θα άφηνε το παλάτι για να γίνει λουτράρισσα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Παίν' σο λουτρό, εκεί νίσ̑κεται ένα με το χαμαμτζ̑ή (Πηγαίνει στο λουτρό, εκεί συνευρίσκεται ερωτικά με τον λουτράρη) Αραβαν. -Φωστ.