ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαμηλώνω (ρ.) χαμηλώνω [xami'lono] Φάρασ. χαμη'ώνω [xami'ono] Φάρασ. χαμη'ώνου [xami'onu] Τσουχούρ., Φάρασ. χαμbηλώνω [xambiˈlono] Ποτάμ. Παρατατ. χαμη'ώνκα [xami'oŋka] Φάρασ. Αόρ. χαμή'ωσα [xa'miosa] Φάρασ. Παθ. Προστ. Πληθ. χαμbηλωθείτε [xambiloˈθite] Ποτάμ. Μεσν. ρ. χαμηλώνω.
1. Αμτβ., χαμηλώνω, έρχομαι πιο κοντά στο έδαφος Τσουχούρ. : Ο τεπές τού χαβαχού σηκούτι χαμη'ώνει (Η κορυφή της λεύκας σηκώνεται, χαμηλώνει) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Χαμή'ωσιν ο χαβάς (Χαμήλωσε ο καιρός˙ Συννέφιασε) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. || Ασμ. Μακρά στράτες κοντέψετε, βουνά χαμbηλωθείτε
Να έρθει το πουλάκι μου οπού δεν ξεύρει στράτες
(Μακριοί δρόμοι λιγοστέψτε, βουνά χαμηλώστε
Να έρθει το πουλάκι μου πού δεν ξέρει τους δρόμους)
Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
Αντίθ ψηλώνω
2. Σκύβω Συνών. εγιλντώ, κλίνω