χαμηλώνω
(ρ.)
χαμηλώνω
[xami'lono]
Φάρασ.
χαμη'ώνω
[xami'ono]
Φάρασ.
χαμη'ώνου
[xami'onu]
Τσουχούρ., Φάρασ.
χαμbηλώνω
[xambiˈlono]
Ποτάμ.
Παρατατ.
χαμη'ώνκα
[xami'oŋka]
Φάρασ.
Αόρ.
χαμή'ωσα
[xa'miosa]
Φάρασ.
Παθ. Προστ. Πληθ.
χαμbηλωθείτε
[xambiloˈθite]
Ποτάμ.
Μεσν. ρ. χαμηλώνω.
1. Αμτβ., χαμηλώνω, έρχομαι πιο κοντά στο έδαφος
Τσουχούρ.
:
Ο τεπές τού χαβαχού σηκούτι χαμη'ώνει
(Η κορυφή της λεύκας σηκώνεται, χαμηλώνει)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Χαμή'ωσιν ο χαβάς
(Χαμήλωσε ο καιρός˙ Συννέφιασε)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
|| Ασμ.
Μακρά στράτες κοντέψετε, βουνά χαμbηλωθείτε
Να έρθει το πουλάκι μου οπού δεν ξεύρει στράτες (Μακριοί δρόμοι λιγοστέψτε, βουνά χαμηλώστε
Να έρθει το πουλάκι μου πού δεν ξέρει τους δρόμους) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Αντίθ ψηλώνω
Να έρθει το πουλάκι μου οπού δεν ξεύρει στράτες (Μακριοί δρόμοι λιγοστέψτε, βουνά χαμηλώστε
Να έρθει το πουλάκι μου πού δεν ξέρει τους δρόμους) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Αντίθ ψηλώνω