χαμούρι
(ουσ. ουδ.)
χαμούρι
[xaˈmuri]
Αραβ.
Από το τουρκ. hamur = α) ζύμη, ζυμάρι β) χαρτοπολτός γ) ό,τι έχει την σύσταση της ζύμης δ) πηλός. Για την σημασιολογική σύνδεση των ουσ. hamur = ζυμάρι, πολτός και çamur = λάσπη πβ. τα συνών. τουρκ. sıva hamuru και sıva çamuru = άργιλος. Πβ. και ν.ε. διαλεκτ. ουσ. χαμούρι = α) ζυμάρι β) ελαιοπολτός.
Λάσπη
Συνών.
τσαμούρι