ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαμούρι (ουσ. ουδ.) χαμούρι [xaˈmuri] Αραβ. Από το τουρκ. hamur = α) ζύμη, ζυμάρι β) χαρτοπολτός γ) ό,τι έχει την σύσταση της ζύμης δ) πηλός. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. με σημ. 'ζυμάρι' ή 'πολτός'.
Λάσπη Συνών. τσαμούρι
Τροποποιήθηκε: 25/07/2025