χαμούρι
(ουσ. ουδ.)
χαμούρι
[xaˈmuri]
Αραβ.
Από το τουρκ. hamur = α) ζύμη, ζυμάρι β) χαρτοπολτός γ) ό,τι έχει την σύσταση της ζύμης δ) πηλός. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. με σημ. 'ζυμάρι' ή 'πολτός'.
Λάσπη
Συνών.
τσαμούρι
Τροποποιήθηκε: 25/07/2025