χαμηλούκκος
(επίθ.)
χαμηούκκο
[xami'uko]
Φάρασ.
Από το επίθ. χαμηλός, όπου και τύπος χαμηό, και το παραγωγ. επίθμ. -ούκκο.
Χαμηλούτσικος