ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαμλαντίζω (ρ.) χαμλατίζω [xamlaˈtizo] Φάρασ. χαμαλαΐζου [xamala'izu] Μισθ. χαμλατώου [xamla'tou] Φάρασ. χαμναdώ [hamna'do] Ανακ. Αόρ. χαμλάτ'σα [xam'latsa] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. hamlamak = γίνομαι μαλθακός λόγω έλλειψης εξάσκησης.
1. Ξεμουδιάζω, συνηθίζω σιγά σιγά το ζώο στην δουλειά ύστερα από ξεκούραση : Λίου, λίου, ν' απλώσ'νι, χαμαλάιζαν', αν νιότουν να βγουμ' νάνοιξ' (Λίγο λίγο, να ξεμουδιάσουν, τα βγάζαμε στο χαμι, αν ήταν βγούμε την άνοιξη) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πβ. χαμ, χαμί
2. Έίμαι αγύμναστος, χανω την φόρμα μου Φάρασ.