χαμλαντίζω
(ρ.)
χαμλατίζω
[xamlaˈtizo]
Φάρασ.
χαμαλαΐζου
[xamala'izu]
Μισθ.
χαμλατώου
[xamla'tou]
Φάρασ.
χαμναdώ
[hamna'do]
Ανακ.
Αόρ.
χαμλάτ'σα
[xam'latsa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. hamlamak = γίνομαι μαλθακός λόγω έλλειψης εξάσκησης.
2. Έίμαι αγύμναστος, χανω την φόρμα μου
Φάρασ.