χαμπαρλαντίζω
(ρ.)
χαμπαρλανdίζου
[xabarlanˈdizu]
Μισθ.
χαπαρλατώ
[xaparlaˈto]
Φλογ.
Προστ.
χαbαρλάνdα
[xabar'landa]
Μισθ.
Από το ουσ. χαμπάρι και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω. Πβ. τουρκ. ρ. haberleşmek = επικοινωνώ.
1. Γνωστοποιώ
Μισθ.
:
Χαμπαρλάνdα ντου
(Στείλ' του είδηση)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Πληροφορούμαι
:
Ετ-τά ποτ' τα λέει χαπαρλάν'σεν και Κιελ-ογλάνης
(Aυτά όταν τα είπε το έμαθε και ο Κελ-Ογλάν)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361