χανούμισσα
(ουσ. θηλ.)
χανούμισσα
[xaˈnumisa]
Αραβαν., Φκόσ.
χανούμτσα
[xaˈnumtsa]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. χανούμισσα, το οπ. από το ουσ. χανίμ και το παραγωγ. επίθμ. -ισσα. Πβ. και παλ. τουρκ. τύπ. hanum.
2. Στον πληθ., μτφ., οι ψημένοι σπόροι καλαμποκιού, το ποπ κορν, λόγω του άσπρου χρώματος
Αραβαν.