ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χανούμισσα (ουσ. θηλ.) χανούμισσα [xaˈnumisa] Αραβαν., Φκόσ. χανούμτσα [xaˈnumtsa] Φάρασ. Νεότ. ουσ. χανούμισσα, το οπ. από το ουσ. χανίμ και το παραγωγ. επίθμ. -ισσα. Πβ. και παλ. τουρκ. τύπ. hanum.
1. Ερωμένη ό.π.τ. Συνών. καλός, χανίμ
2. Στον πληθ., μτφ., οι ψημένοι σπόροι καλαμποκιού, το ποπ κορν, λόγω του άσπρου χρώματος Αραβαν.