χαπάνα
(ουσ. ουδ.)
χαπ͑άνα
[xaˈpʰana]
Φάρασ.
Από το ουσ. χαπάνι και το παραγωγ. επίθμ. -α.
1. Μεγἀλο σακκί για τα σιτηρά ή το αλεύρι
Συνών.
χαπάνι :1
2. Μεγάλος άνοιγμα στο δάπεδο του σπιτιού για την αποθήκευση σιτηρών