ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χάραζα (ουσ. ουδ.) χάραζα [ˈxaraza] Ανακ., Αραβ. χάραξα [ˈxaraza] Μαλακ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. haraza (< αραβ.) = α) χολή βοδιού β) διαλεκτ., πέτρα στη χολή ή στο στομάχι ζώου (Tietze 2016: λ. haraza III).
Χολή βοδιού ή η πέτρα που βρισκόταν στη χολή που χρησιμοποιείται ως φάρμακο κατά του ίκτερου ό.π.τ.