χάραζα
(ουσ. ουδ.)
χάραζα
[ˈxaraza]
Ανακ., Αραβ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. haraza (< αραβ.) = α) χολή βοδιού β) διαλεκτ., πέτρα στη χολή ή στο στομάχι ζώου (Tietze 2016: λ. haraza III).
Χολή βοδιού ή η πέτρα που βρισκόταν στη χολή που χρησιμοποιείται ως φάρμακο κατά του ίκτερου
ό.π.τ.