χάραπας
(ουσ. ουδ.)
χάραπας
[ˈxarapas]
Μισθ.
χαράπας
[xaˈrapas]
Μισθ.
χαράπα
[xaˈrapa]
Μισθ.
χαράπαν
[xaˈrapan]
Φλογ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. harap = για φρούτο, κυρ. σταφύλι και μούρο, άγριο ή μικρό (THADS, λ. harab II).
2. Για κρασί, καλής ή εκλεκτής ποιότητας
ό.π.τ.
:
Χάραπας κρασί
(Εξαιρετικό κρασί)
Μισθ.
-Καρολ.
|| Ασμ.
Χαράπαν κρασ̑ίνε ας φάμε και ας πιούμε
(Καλό κρασί ας πιούμε και ας φάμε· άσμ. Πρωτοχρονιάς)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361