ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χάραπας (ουσ. ουδ.) χάραπας [ˈxarapas] Μισθ. χαράπας [xaˈrapas] Μισθ. χαράπα [xaˈrapa] Μισθ. χαράπαν [xaˈrapan] Φλογ. Από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. harap = για φρούτο, κυρ. σταφύλι και μούρο, άγριο ή μικρό (THADS, λ. harab II).
1. Τρύγος Μισθ. Συνών. τρύγος
2. Για κρασί, καλής ή εκλεκτής ποιότητας ό.π.τ. : Χάραπας κρασί (Εξαιρετικό κρασί) Μισθ. -Καρολ. || Ασμ. Χαράπαν κρασ̑ίνε ας φάμε και ας πιούμε (Καλό κρασί ας πιούμε και ας φάμε· άσμ. Πρωτοχρονιάς) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
3. Γενικότερα, κρασί Μισθ. Συνών. κρασί, κρασόπο, τσαχτίνα