χαράρι
(ουσ. ουδ.)
χαράρι
[xaˈrari]
Ανακ., Σινασσ., Φάρασ., Φκόσ.
χαράρ'
[xaˈrar]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σεμέντρ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ.
Πληθ.
χαράλια
[xaˈraʎa]
Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. χαράρι (πβ. Καλλίν. Ἐπιστ. 2.3.426 «Ἐβγάλαμεν δὲ καὶ τινὰ ἀπὸ τὰ πράγματά μας,τὰ πλείω δ’ ἀπωλέσθησαν μὲ τὰ χαράριά μας» και Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 28.1.111 «χαράρια γεμάτα χορτάρι καὶ μαλλί, καλάθια μεγάλα στρογγυλά»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. harar = τσουβάλι, όπου και διαλεκτ. τύπ. haral.
Μεγάλο τσουβάλι
ό.π.τ.
:
Αρπάζει τ'νε, μάζει τ'νε σ' ένα χαράρ' μέσα
(Την αρπάζει, τη βάζει μέσα σε ένα τσουβάλι)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Έπαρ’ ατέ το χαράρι τσ̑’ αμ’ σο ποτάμι να πλύν’
(Πάρε αυτό το τσουβάλι και πήγαινε στο ποτάμι να πλύνεις)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Στα γαϊδούρια απάν' ήτουν ένα χαράρ', το χαράρ' μπήρα έφ'χα
(Πάνω στα γαϊδούρια ήταν ένα σακκί, πήρα το σακκί κι έφυγα)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ283
|| Ασμ.
Πή' ο Σάββας σα καρβώνε τσ̑' έκαψεν το χαράρι,
φόρτωσε αν τέγκι καρβώνε, αν τέγκι δαδία (Πήγε ο Σάββας για κάρβουνα, κι έκαψε το σακκί,
φόρτωσε ένα φόρτωμα κάρβουνα, ένα φόρτωμα δαδιά ) Φάρασ. -Λαμπρ.
φόρτωσε αν τέγκι καρβώνε, αν τέγκι δαδία (Πήγε ο Σάββας για κάρβουνα, κι έκαψε το σακκί,
φόρτωσε ένα φόρτωμα κάρβουνα, ένα φόρτωμα δαδιά ) Φάρασ. -Λαμπρ.